Οξεία Σκωληκοειδίτιδα – Λαπαροσκοπική Σκωληκοειδεκτομή

Η σκωληκοειδής απόφυση είναι μία προσεκβολή μήκους λίγων εκατοστών που κρέμεται από το τυφλό τμήμα του παχέος εντέρου. Εντοπίζεται στο δεξιό κάτω τμήμα της κοιλίας και συνήθως βρίσκεται αμέσως κάτω από τα κοιλιακά τοιχώματα, αν και μπορεί να εμφανίσει και άλλες εντοπίσεις (πίσω από το παχύ έντερο, στο πλάι του παχέος εντέρου και προς την χοληδόχο κύστη, μέσα στην πύελο). Η οξεία σκωληκοειδίτιδα είναι η φλεγμονή της σκωληκοειδούς αποφύσεως, κυριότερη αιτία της οποίας είναι ένας κοπρόλιθος που φράσσει το στόμιο της σκωληκοειδούς αποφύσεως, παγιδεύει τις εκκρίσεις της σκωληκοειδούς εντός του αυλού της, διαταράσσει πρώτα την φλεβική και κατόπιν την αρτηριακή της αιμάτωση και οδηγεί στην διόγκωση της σκωληκοειδούς, στην παραγωγή πύου και τελικά στην νέκρωση του τοιχώματος της σκωληκοειδούς, με αποτέλεσμα είτε την γενικευμένη περιτονίτιδα, είτε την περιχαράκωση της φλεγμονής στην δεξιά κοιλία με τη δημιουργία μιας φλεγμονώδους μάζας με τη βοήθεια γειτονικών οργάνων (plastron σκωληκοειδους). Ευτυχώς, η πλειοψηφία των περιπτώσεων σκωληκοειδίτιδας διαγιγνώσκονται και αντιμετωπίζονται στα αρχικά στάδια και τα ποσοστά περιτονίτιδας είναι χαμηλά.

Η κλινική εικόνα της οξείας σκωληκοειδίτιδας χαρακτηρίζεται από περιομφαλικό πόνο που σταδιακά μετακινείται στη δεξιά κάτω κοιλία, ανορεξία, χαμηλός πυρετός (37,5 – 38 °C), ναυτία και έμετο. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η παραπάνω κλινική εικόνα μεταβάλλεται και αρκετά από τα παραπάνω συμπτώματα λείπουν.

Εργαστηριακά, υπάρχει αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων στη γενική αίματος και αύξηση των δεικτών φλεγμονής οξείας φάσεις (CRP, Ταχύτητα Καθιζήσεως Ερυθρών). Η διάγνωση γίνεται με αξονική τομογραφία κοιλίας που έχει εξαιρετική αποτελεσματικότητα που ξεπερνάει το 95%. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα αξονικής τομογραφίας, το υπερηχογράφημα μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες και σε κάποιες περιπτώσεις να θέσει τη διάγνωση, αλλά τα ποσοστά ευαισθησίας είναι πολύ χαμηλότερα και σε καμμία περίπτωση δεν αποτελεί εξέταση εκλογής.Η θεραπεία μπορεί να ειναι συντηρητική με διακοπή της σιτίσεως, ενδοφλέβια ενυδάτωση και αντιβίωση. Παρόλα αυτά, η οξεία σκωληκοειδίτιδα εξακολουθεί να θεωρείται μία χειρουργική πάθηση. Η χειρουργική αφαίρεση της σκωληκοειδούς αποφύσεως μπορεί να γίνει είτε με ανοικτό χειρουργείο, είτε με λαπαροσκοπική προσπέλαση. Η λαπαροσκοπική προσπέλαση πλεονεκτεί σαφώς, καθώς επιτρέπει γενικότερη επισκόπηση της κοιλίας σε περίπτωση που η σκωληκοειδής αποδειχθεί φυσιολογική, ενώ η λαπαροσκοπική προσπέλαση συνεπάγεται λιγότερο πόνο, ευκολότερη κινητοποίηση, ταχύτερη σίτιση και γρηγορότερη έξοδο του ασθενούς από το νοσοκομείο.
Η λαπαροσκοπική προσπέλαση έχει θέση και σε περίπλοκες περιπτώσεις σκωληκοειδίτιδας με δύσκολη εντόπιση ή με νεκρωτικό τοίχωμα, με εξίσου καλά αποτελέσματα.

Στο 15% των περιπτώσεων ασθενών που χειρουργούνται για αντιμετώπιση οξείας σκωληκοειδίτιδας, αποδεικνύεται τελικά ότι η σκωληκοειδής απόφυση δεν ήταν η αιτία του πόνου. Σε αυτή την περίπτωση η λαπαροσκόπηση υπερτερεί σαφώς, καθώς δίνεται η δυνατότητα επισκόπησης της κοιλίας για ανεύρεση άλλου παθολογικού αιτίου, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με την ανοικτή χειρουργική επέμβαση. Στις περιπτώσεις αυτές, ενδείκνυται η αφαίρεση της σκωληκοειδούς αποφύσεως, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικά διαγνωστικά διλήμματα.

Η μετεγχειρητική πορεία των ασθενών είναι συνήθως θεαματική, με τους ασθενείς να μπορούν να πάρουν εξιτήριο ακόμη και σε λιγότερο από 24 ώρες μετά το χειρουργείο, καθώς η ταχύτατη κινητοποίηση και σίτιση και οι χαμηλές ανάγκες σε παυσίπονα επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Οι επιπλοκές της λαπαροσκοπικής σκωληκοειδεκτομής είναι οι παρακάτω:

1. Παραλυτικός ειλεός. Είναι πολύ σπάνιος με την λαπαροσκοπική προσπέλαση, αντιμετωπίζεται συντηρητικά και συνήθως υφίεται εντός ολίγων ωρών ή ημερών.
2. Λοίμωξη χειρουργικού τραύματος. Δεν εμφανίζεται συχνά στην λαπαροσκοπική προσπέλαση και αντιμετωπίζεται συντηρητικά με παροχέτευση του χειρουργικού τραύματος και ενδοφλέβια αντιβίωση.
3. Ενδοκοιλιακά αποστήματα. Είναι συχνότερα στην λαπαροσκοπική προσπέλαση σε σχέση με την ανοικτή μέθοδο. Αντιμετωπίζονται συντηρητικά με διαδερμική παροχέτευση και ενδοφλέβια αντιβίωση.
4. Εντεροδερματικό συρίγγιο, δηλαδή επικοινωνία του εντέρου με το δέρμα. Σπάνια επιπλοκή. Αντιμετωπίζεται αρχικά συντηρητικά με αντιβίωση, διατροφική υποστήριξη και πλήρη αποσαφήνιση της ανατομίας του συριγγίου. Σε περίπτωση αποτυχίας της συντηρητικής θεραπείας, ενδείκνυται η χειρουργική παρέμβαση για αφαίρεση του συριγγίου και αποκατάσταση της φυσιολογικής ανατομίας.

General • Surgery •